- σημειωτής
- οαυτός που κρατά σημειώσεις, ειδικότερα οπλίτης που σημειώνει τις εύστοχες βολές στις ασκήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σημειωτής — ο, Ν [σημειώνω] στρ. οπλίτης που σημειώνει τους βαθμούς κάθε βολής κατά την εκτέλεση βολών ακριβείας ή τον βαθμό συγκέντρωσης τών ριπών πολυβόλου κατά την εκτέλεση βολών συγκέντρωσης … Dictionary of Greek